- ἐκτρίψειεν
- ἐκτρί̱ψειεν , ἐκτρίβωrub outaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόρριζος — η, ο / πρόρριζος, ον, ΝΑ 1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος 2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε...… … Dictionary of Greek